Διερευνώντας κανείς τα είδη του ελληνικού μεταπολεμικού κινηματογράφου, σίγουρα δεν μπορεί να παραβλέψει τις πραγματικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες, που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση της κινηματογραφικής παραγωγής, ως συνέχεια της μεγάλης θεατρικής επιτυχίας, που ακολουθούσε τα έργα την εποχή αυτή. Η πετυχημένη θεατρική παράσταση σε συνδυασμό με την ανταπόκριση του κοινού, λειτουργούσε ως φίλτρο για οικονομική επένδυση σε αυτή και τη μεταφορά της στο πανί. Με βάση το παραπάνω μοτίβο το θεατρικό έργο Οι Γερμανοί ξανάρχονται έγινε ταινία από την εταιρία του Φίνου, αφού προηγήθηκε η επιτυχία του έργου από τον θίασο Κοτοπούλη το 1947. Ο Φίνος έπεισε τον Αλέκο Σακελλάριο, που είχε ήδη θεατρική σκηνοθετική εμπειρία, να το σκηνοθετήσει και έτσι ξεκίνησε η μακρόχρονη συνεργασία τους, η οποία έδωσε μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες.
    Ο Αλέκος Σακελλάριος υπήρξε ένας επαγγελματίας του γέλιου και της ευθυμίας, ήταν δεξιοτέχνης στη φάρσα, στη χρονογραφική και ηθογραφική απεικόνιση, στο σκετς και στο ευφυολόγημα, τόλμησε όμως μαζί με τον συνεργάτη του Χρήστο Γιαννακόπουλο να βάλουν το μαχαίρι βαθύτερα στην πληγή του κοινωνικού σώματος με έργα όπως το Οι Γερμανοί Ξανάρχονται το 1947. Στο έργο λαμβάνουν χώρα οι πολιτικές αψιμαχίες της εποχής, όχι μόνο με γλωσσικούς διαξιφισμούς, αλλά με βία και ένοπλη αντιπαράθεση. Ο αγώνας ανάμεσα στους «αγγλόφιλους» και τους «ρωσόφιλους» για την κατάκτηση της εξουσίας, παρουσιάζεται από τους σεναριογράφους με ασήμαντους τους λόγους που οδηγούν στις συγκρούσεις. Ανάμεσα στις δύο φατρίες υπάρχουν και φιλήσυχοι άνθρωποι, που επιθυμούν τον τερματισμό της εμφύλιας διαμάχης και την οριστική επικράτηση της ειρήνης. Σκοπός των δημιουργών να δείξουν πως αυτό που συμβαίνει καθημερινά στους δρόμους της Αθήνας, είναι απλώς παράλογο.
    Το έργο παρουσιάζεται όταν η Ελλάδα μετεωρίζεται σε ένα δυσοίωνο σκηνικό εμφυλίου πολέμου, λίγο πριν τη γενίκευσή του. Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, που ανταγωνίζονται και συνυπάρχουν οι μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής, του έπους της Αντίστασης, τα γεγονότα του Δεκέμβρη ’44, αλλά και η ζοφερή πραγματικότητα της «λευκής τρομοκρατίας», το έργο κατορθώνει με την πλοκή και τους χαρακτήρες του να δώσει το μήνυμα του κατευνασμού και της εθνικής συμφιλίωσης, δίχως να θίγει το θέμα της πραγματικής πολιτικής ισχύος μετά τα Δεκεμβριανά. Στη μεταπολεμική Αθήνα ένας φιλήσυχος νοικοκύρης ο κυρ Θόδωρος, αγανακτισμένος από την εμφύλια φαγωμάρα που διαδέχεται την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, σε έναν μεσημεριανό υπνάκο στην αυλή του, ονειρεύεται πως οι Γερμανοί ξανάρχονται. Ένα ζωντανό όνειρο που εξελίσσεται σε πραγματικό εφιάλτη και τον ξαναγυρίζει στην αγριότητα της Κατοχής και στις μέρες που άκουγε κρυφά ραδιόφωνο, το οποίο φύλαγε καλά κρυμμένο στο πηγάδι.
    Στο έργο αναδεικνύονται οι σατιρικές αρετές της δυάδας, καθώς και η ικανότητά τους να εκμεταλλεύονται τα στοιχεία της επικαιρότητας. Δημιουργούν χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν τον μέσο άνθρωπο της εποχής και θίγουν προβλήματα, που δεν αφορούν μόνο τους ήρωες, αλλά και το κοινό τους. Τα κωμικά, δραματικά και σατιρικά στοιχεία της ταινίας αναδεικνύονται τόσο στην ταινία (1948), όσο και στο θεατρικό (1977), υποταγμένα να σαρκάσουν και να γελοιοποιήσουν τους υπαίτιους για τον εφιάλτη του Εμφυλίου. Η σκηνή του ραδιοφώνου σχετίζεται με τα «εγκώμια» των Συμμάχων και τη στάση της Βουλγαρίας, εμπνέεται από αισθήματα πικρίας, θυμού και αγανάκτησης, ενώ το πηγάδι στην αυλή που αποτελεί την κρυψώνα του, εξυπηρετεί το κρυφό άκουσμα των νέων από τις δυνάμεις της συμμαχίας. Το κλουβί με το καναρίνι παραπέμπει στη φυλακή, ενώ η συμβολική κίνηση της απελευθέρωσής του από τον πρωταγωνιστή στον επίλογο κρύβει την επιθυμία όλων των Ελλήνων για ελευθερία και ειρήνη, όπως και το δίδαγμα του έργου που επαναλαμβάνεται στο τέλος δύο φορές με διαφορετικούς αποδέκτες. Η πρώτη «Ετούτο εδώ το όνειρο θα πρέπει να το δούνε όλοι οι Έλληνες», η οποία απευθύνεται στους συγκατοίκους της αυλής και έμμεσα στους θεατές και η δεύτερη «Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; Προς τι η αλληλοεξόντωσις;» απευθύνεται στο καναρίνι και έμμεσα σε όλους τους Έλληνες.

    Τα κωμικά και σατιρικά στοιχεία που διανθίζουν το έργο είναι άμεσα ή έμμεσα πολιτικής σημασίας όπως, ο αρραβώνας της κόρης του κυρ Θόδωρου με τον Άγγλο στρατιώτη ο οποίος επικροτείται από τον κοινωνικό περίγυρο, εκτός από τους «αμετανόητους» οπαδούς του ΚΚΕ, η κόρη που παρουσιάζεται σε παρένθετη σκηνή να αποστρέφεται τους Γερμανούς στρατιώτες αποκαλώντας τους «γουρούνια», και η στιχομυθία του κυρ Θόδωρου με τον Χάρρυ που αφορά σε αυτά που «ξέχασαν» οι Σύμμαχοι. Επίσης, στη σεκάνς του ψυχιατρείου το δραματικό μήνυμα συμφιλίωσης, ενισχυμένο από το σατιρικό – κωμικό πνεύμα του τεχνάσματος της αντιστροφής των ρόλων, εκφέρεται από τον τρελό: «Άνθρωποι, άνθρωποι … Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; Προς τι η αλληλοεξόντωσις;», σε αντίθεση με τον πραγματικό «σύνδεσμο», στο πρόσωπο του οποίου διακωμωδείται ο αριστερός καθοδηγητής με την ξύλινη και ακατανόητη γλώσσα του και τη στείρα αναζήτηση ιδεολογικής καθαρότητας. 
Στην ταινία δε σχολιάζεται το γεγονός της συνεργασίας κάποιων Ελλήνων με τους Γερμανούς, αλλά ως αιτία της σύλληψής τους φαίνεται να είναι το ραδιόφωνο με τις παράνομες εκπομπές των Συμμάχων, καθώς και το κρύψιμο του Άγγλου στρατιώτη – αρραβωνιαστικού. Από την άλλη, ο πρωταγωνιστής κρατά επιφυλακτική θέση απέναντι στις δύο παρατάξεις, γι’ αυτό αποφεύγει να διαβάσει εφημερίδες και καταφεύγει σε περιοδικά «ποικίλης ύλης»:
    ΞΕΝ: Θόδωρε, θέλεις «Ελεύθερη Ελλάδα»;
    ΘΟΔ: Να μένει το βύσσινο ….
    ΖΗΣ: Θέλεις μήπως «Νέα»;
    ΘΟΔ: Μωρέ δε θέλω εφημερίδες … Άσε με χάμω με δαύτες … Ουρανία, το «Θησαυρό», μάνα μου … Φέρε μου το «Θησαυρό», ωχ αδερφέ! … Εδώ, εδώ, τη Χοντρή κι Άγιος ο Θεός!
    Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές πως τα σοβαρά προβλήματα της κοινωνίας του ’40 και του ’50 εκφράζονται στο έργο μέσα από τα κωμικά, δραματικά και σατιρικά του στοιχεία, με τόνο που αρμόζει στην κωμωδία. Το χιούμορ, τα αστεία, είναι παρόντα κυρίως στους διαλόγους και στις καταστάσεις, αλλά και στις λύσεις που συνήθως αναγκάζονται να υιοθετήσουν οι ήρωες, προκειμένου να βγουν από τα αδιέξοδά τους. Παρόλα αυτά δε λείπει και το δραματικό στοιχείο, αυτό που θα συγκινήσει το θεατή, και που θα τον κάνει να συνειδητοποιήσει τον τρόπο ζωής του, τις συνέπειές του     και την επιτακτική ανάγκη να τον βελτιώσει.
    Η σατυρική κωμωδία σε περίοδο πολιτικής έξαψης ενείχε κινδύνους και ο παραμικρός αδέξιος χειρισμός θα προκαλούσε είτε αποξένωση μεγάλης μερίδας του κοινού, είτε ανεπιθύμητη παρέμβαση των οργάνων της πολιτείας. Για να έχουν λοιπόν τύχη τα έργα τους, έπρεπε όσο γινόταν να κρατήσουν ίσες αποστάσεις από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις για να μην εμπλακούν στις έριδές τους. Η πολιτική θέση της ταινίας εκφέρεται από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, ο οποίος είναι και ο φορέας των απόψεων του συγγραφικού διδύμου. Ο πρωταγωνιστής αρνείται να αυτο-προσδιορίσει την πολιτική του τοποθέτηση και θεωρεί τον εαυτό του «ουδέτερο» προς τις πολιτικές διαμάχες, επικαλούμενος τις ζωντανές εμπειρίες του πρόσφατου παρελθόντος. Με αυτό το τέχνασμα πετυχαίνει τον πολιτικό του αποχρωματισμό και αντιπαραθέτει τα δικά του ζητούμενα, όπως ομοψυχία, προσωπική ασφάλεια, καρτερία, σεβασμός, και λειτουργεί ως εκπρόσωπος της «κοινής» λογικής, της οποίας φορέας είναι ιστορικά η μεσαία τάξη. Είναι λοιπόν φανερή η πεποίθησή τους, ότι προσπάθησαν να εκφράσουν την καθολική συνείδηση του λαού της Αθήνας, που στην πλειοψηφία του στάθηκε αμέτοχος παρατηρητής μπροστά στον άγριο αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας.