Στον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο τα στοιχεία που κατά κύριο λόγο προσδιόριζαν την ταυτότητα μιας ταινίας, ήταν η εμπορικότητα του θέματος, το γούστο του ανώνυμου κοινού, η δημοτικότητα των ηθοποιών, η θεατρική καταγωγή των έργων και η αμάθεια του εκάστοτε χρηματοδότη. Από την προδρομική περίοδο του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου τα πράγματα αλλάζουν, αφού το κέντρο βάρους και η καθολική προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ταινίας περνά στα χέρια του σκηνοθέτη – δημιουργού. Εκείνος πλέον στοχάζεται και αποφασίζει για όλα, διδάσκει και διευθύνει την ομάδα των συνεργατών του με βάση κάποιους καθορισμένους στόχους και γραμμές. Με άλλα λόγια, ο δημιουργός (auteur) μιας ταινίας είναι εκείνος που αποδίδει, τη συγγραφή του σεναρίου και τη σκηνοθεσία του έργου. Έχοντας ανοιχτό το πεδίο δράσης, βάζει την προσωπική του σφραγίδα και δημιουργεί εισπράττοντας ο ίδιος και την αναγνώριση και την αποτυχία.
    Ιδέες τέτοιας φιλμικής δημιουργίας και ποιοτικών αναζητήσεων έμελλε να ακολουθήσουν πολλοί επιφανείς σκηνοθέτες της περιόδου, γράφοντας τα δικά τους σενάρια. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ήταν ήδη ένας καθιερωμένος θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος, όταν το 1968 έκανε το δεύτερο και τελευταίο κινηματογραφικό - σκηνοθετικό του εγχείρημα με την ταινία Το Κανόνι και τ’ Αηδόνι. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη σπονδυλωτή ταινία αποτελούμενη από τρεις διαφορετικές ιστορίες: «Το ρολόι», «Ο μυστικός γάμος» και «Οι αντίπαλοι». «Το ρολόι» και «Οι αντίπαλοι» λαμβάνουν χώρα στην Ερμούπολη και στην Πάτρα του 1943 αντίστοιχα, ενώ «Ο μυστικός γάμος» διαδραματίζεται στην Κύπρο του 1957, κατά την περίοδο των αγώνων κατά των Εγγλέζων. Το σενάριο της ταινίας υπογράφει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, τη σκηνοθεσία τη συνυπογράφει με τον αδελφό του Γιώργο, ενώ στη διανομή των ρόλων ο πρώτος υποδύεται τον ωρολογοποιό στο «Ρολόι» και ο δεύτερος τον Γερμανό αξιωματικό στους «Αντιπάλους». Το έργο έχει ιδιαίτερο ιστορικό και κινηματογραφικό ενδιαφέρον με κωμικά, δραματικά και σατιρικά στοιχεία, ενώ οι ερμηνείες των ηθοποιών (Δ. Παπαγιαννόπουλος, Μ. Κατράκης, Γ. Καμπανέλλης κλπ) είναι αξιόλογες.
    Στη πρώτη ιστορία το εύρημα με το λάδι του ρολογιού που κυριαρχεί, μέσα από ανεκδοτολογικά και ηθογραφικά στοιχεία, αναδεικνύει τον παραλογισμό της εξουσίας και της ανευθυνότητας των υπευθύνων. Επί ιταλικής κατοχής στη Σύρο, νεκρώνει κάθε κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα στο νησί. Έτσι, και τα γρανάζια του ρολογιού της κεντρικής πλατείας, ελλείψει λαδιού κόλλησαν και αυτό δε λειτουργεί. Μια μπουκάλα λάδι που δίνεται από τον Ιταλό διοικητή στο δήμαρχο, γίνεται η αφορμή μιας σειράς αστείων καταστάσεων, με το μπουκάλι να αλλάζει χέρια σε ιεραρχικά κατώτερους «υπεύθυνους», να μετατρέπεται σε μπουκαλάκι με το λιγοστό λαδάκι να εξαφανίζεται σε ένα τσουκάλι με φασολάδα. Η επέμβαση του Ιταλού διοικητή και η ανάκριση στο καφενείο, οδηγούν τον ίδιο σε άτακτη φυγή. Στο δεύτερο επεισόδιο του «Μυστικού Γάμου» ο δημιουργός, επέλεξε το θέμα του κυπριακού αγώνα στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα. Με φόντο την εθνική αυτή υπόθεση, διακριτικά εκτυλίσσεται ο κρυφός γάμος της Βασιλικής με τον Κύπριο αγωνιστή – αναφορά στον Γρηγόρη Αυξεντίου – καθώς και η πρώτη νύχτα του γάμους τους, ενώ αμέσως μετά ο νέος χάνεται για πάντα μέσα στη ροή της Ιστορίας. Στην τρίτη και τελευταία ιστορία το ψυχροπολεμικό χιούμορ κυριαρχεί μεταξύ ενός Γερμανού αξιωματικού κι ενός κατεστραμμένου από την κατοχή Έλληνα, που του επιτάσσουν το σπίτι στην Πάτρα. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μια ιδιόμορφη σχέση, μέσω της άσκησης ψυχολογικής πίεσης του ενός προς τον άλλον.
    Οι αποφθεγματικές φράσεις που χρησιμοποιούνται στην ταινία: «Η Ελλάς πρέπει να ζήσει και θα ζήσει», «Εκείνον τον καιρό έπρεπε να κάνουμε ότι μας λένε χωρίς να ρωτάμε» και το «Ζήτω η Ελλάς», μοιάζει να αφορούν τόσο τον ιστορικό χρόνο της δραματουργίας της ταινίας, όσο και το χρόνο παραγωγής και προβολής της. Οι πράξεις αντίστασης στον κατακτητή που διαφαίνονται σε όλες τις ιστορίες, ίσως να αποτελούν και μια βουβή διαμαρτία στο καθεστώς της Δικτατορίας, που είναι η εποχή της συγγραφής του έργου. 
    Ο Ιάκωβος Καμπανέλης μετά από έναν αιώνα ύπαρξης και δημιουργίας συνεχίζει να είναι επίκαιρος όσο ποτέ και να περνάει διαχρονικά μηνύματα μέσα από το πολυδιάστατο έργο του. Με την αμεσότητα του λόγου του και τη δεξιοτεχνία της γραφής του σφράγισε ανεξίτηλα την ιστορία του νεοελληνικού πολιτισμού.