Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη την δεκαετία του 1990 σε ένα ταπεινό διαμέρισμα με μια υπέροχη συλλογή από κασέτες μουσικής, όπου τα ράφια λυγίζουν από το βάρος των βιβλίων και τα βρώμικα πιάτα στοιβάζονται στον νεροχύτη γιατί δεν υπάρχει χρόνος να πλυθούν. Κάτοικος αυτού του διαμερίσματος είναι ένας μποέμ και ασυμβίβαστος νεαρός θεατρικός συνθέτης, που προσπαθεί να γράψει το επόμενο μεγάλο αμερικανικό μιούζικαλ, ελπίζοντας ότι έτσι θα του ανοίξει ο δρόμος για τις σημαντικότερες θεατρικές σκηνές, ενώ δουλεύει ως σερβιτόρος στο Moondance Diner.
    Όμως, δεν πρόκειται για έναν οποιονδήποτε θεατρικό συνθέτη, αλλά για τον Jonathan Larson, τον μοναδικά ταλαντούχο θεατράνθρωπο, τον δημιουργό του «Rent»,που απέσπασε δεκατρία βραβεία -ανάμεσά τους το Tony καλύτερου μιούζικαλ και το Pulitzer καλύτερου δραματικού θεατρικού έργου-,την πρεμιέρα και την επακόλουθη τεράστια επιτυχία του οποίου ως τραγική ειρωνεία δεν πρόλαβε, βέβαια, να δει, καθώς πέθανε από ανεύρυσμα αορτής στα 35 του χρόνια.
    Την καλλιτεχνική αυτή προσωπικότητα φέρνει στο σινεμά ο Lin-Manuel Miranda, ένας, επίσης, άνθρωπος του θεάτρου που μας έχει χαρίσει έργα όπως το βραβευμένο με Tony «In the Heights» και το «Hamilton». Ο Miranda είχε παρακολουθήσει το «Rent» στα 17α γενέθλιά του και η εμπειρία αυτή τον καθόρισε και επηρέασε την μελλοντική καλλιτεχνική του πορεία, γεγονός που φαίνεται και από τον τρόπο που διηγείται την ιστορία του Larson. Η ταινία είναι βασισμένη σε ένα αυτοβιογραφικό έργο, που αφηγητής είναι ο ίδιος ο Larson. Είναι ένα μιούζικαλ για το πώς γράφεται ένα μιούζικαλ. Είναι ένας φόρος τιμής στον κόσμο του Broadway και σε αυτό το ιδιαίτερο θεατρικό είδος, αλλά πολύ περισσότερο είναι ένα εγκάρδιο ευχαριστώ από τον Miranda στον Larson, τον οποίο στην ταινία ενσαρκώνει υπέροχα ο Andrew Garfield.
    Το έργο που γράφει ο Larson είναι το «Superbia», ένα πρωτότυπο δυστοπικό ροκ μιούζικαλ επιστημονικής φαντασίας, που αφιέρωσε 8 χρόνια για να ετοιμάσει και σύμφωνα με την ατζέντισσά του είναι «πολύ κουλτουριάρικο για το Broadway». Όσο παλεύει να γράψει ένα τραγούδι που λείπει από την δεύτερη πράξη του μιούζικαλ, τον βλέπουμε να βρίσκεται σε μία κρίση ηλικίας. Σε λίγες ημέρες θα γίνει 30 και νιώθει πως τα χρονικά όρια για να δημιουργήσει κάτι που θα κάνει πάταγο καλλιτεχνικά όσο είναι ακόμη νέος στενεύουν απειλητικά. Ο χρόνος κυλάει και η ζωή μοιάζει με κούρσα, με αγώνα δρόμου. Είναι αυτό το τρομακτικό ερώτημα «τι έχω καταφέρει μέχρι τώρα στη ζωή μου;» που πλανάται στον αέρα και πιέζει από όλες τις πλευρές. Κάθε δευτερόλεπτο και ένα «τικ» που οδηγεί πιο κοντά στην μεγάλη έκρηξη.
    Σε αυτή την εσωτερική πίεση που βιώνει προστίθεται και η εξωτερική. Ο Larson δεν έχει χρήματα, απλήρωτοι λογαριασμοί συσσωρεύονται και δυσκολεύεται να βρει συγκρότημα για το έργο του, ο καλύτερός του φίλος και συγκάτοικος φεύγει από το σπίτι για να μετακομίσει σε ένα μεγαλύτερο και καλύτερο διαμέρισμα, κάτι που μπορεί να κάνει λόγω της δουλειάς του στη διαφήμιση, και η κοπέλα του σκέφτεται να δεχτεί μια δουλειά μακριά από το κέντρο της Νέας Υόρκης. Στην ατελείωτη και εξαντλητική καθημερινότητά του διαρκώς προκύπτουν διλήμματα. Συμβιβασμός ή επιμονή; Χρήματα ή τέχνη; Έρωτας ή τέχνη; Την ίδια στιγμή ανοίγει μια παράλληλη συζήτηση στην ταινία για το AIDS και το πόσο στιγματισμένοι ήταν οι φορείς του HIV εκείνη την περίοδο με αφορμή έναν φίλο του Larson που βρίσκεται στο νοσοκομείο.
    Η ερμηνεία του Garfieldείναι ιδιαίτερα συγκινητική, καθώς μεταφέρει με συγκλονιστικό τρόπο το άγχος, την αγωνία, την απελπισία, τον φόβο, την πνευματική και σωματική εξουθένωση, τη δύναμη της φιλοδοξίας, το πηγαίο ταλέντο και την σπίθα της δημιουργίας. Την παρουσία του Garfield αναδεικνύει η σκηνοθετική προσέγγιση του Miranda, ο οποίος με ευαισθησία και με πρωτότυπο και μελωδικό τρόπο φωτίζει τις πτυχές της προσωπικότητας του Larson, τις θυσίες που χρειάζεται να κάνει για την τέχνη, το βίωμα της απόρριψης και την ελπίδα ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμη για αυτό το μοναδικό είδος ανθρώπων και καλλιτεχνών που, όπως ακούγεται και στην ταινία, φαίνεται να «είναι υπό εξαφάνιση».