Ποιος άραγε δεν έχει αναρωτηθεί. Αν είχα πει, αν είχα κάνει, αν μου έλεγε, αν δεν…. Αν, αν, αν… Κλασσικό το ερώτημα, αναπάντητο βέβαια, καθώς απ’ όσο ξέρω, δεν μπορούμε να αντιστρέψουμε την πορεία των πραγμάτων. Αν πάλι μπορούμε, παρακαλώ ενημερώστε με.

Μ’ αυτό το «αν» λοιπόν καταπιάνεται κι ο Χ. Παπακαλιάτης στην ομότιτλη  ταινία.  Αν  ο Δημήτρης(Παπακαλιάτης) έκανε το χατίρι στη Μοναξιά, τη σκυλίτσα του κι έβγαινε από το σπίτι του μια συγκεκριμένη ώρα μιας συγκεκριμένης βραδιάς, θα γνώριζε τον μεγάλο έρωτα, τη Χριστίνα(Καλογήρου). Αν πάλι όχι, θα τραβούσε τα χίλια δυο, πέρα από τον έρωτα που δεν θα γνώριζε(ή μήπως θα τον γνώριζε ούτως ή άλλως;). Μια τυχαία(;) επιλογή και η ζωή σου μπορεί να αλλάξει πορεία 180ο.

Πιασάρικο το θέμα, σου κινεί την περιέργεια να δεις την ταινία. Εφόσον λοιπόν κάνεις την επιλογή να μπεις στη σκοτεινή αίθουσα, θα παρατηρήσεις διάφορα παρακολουθώντας την. Κατ’ αρχήν αναμενόμενα καλό soundtrack, καθώς ο Παπακαλιάτης έχει προ πολλού αποδείξει ότι όλες τις δουλειές του τις ντύνει πολύ καλά με μουσική. Αρκετά καλή επίσης η φωτογραφία, με την Πλάκα και τα πανέμορφα σοκάκια της να βοηθάνε τον σκηνοθέτη στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο. Ένα από τα ατού της ταινίας που πρέπει να τονιστεί είναι η εμφάνιση μετά από σχεδόν μισό αιώνα του λατρεμένου μου ζευγαριού, του «Αντωνάκη» και της «Ελενίτσας», που παραμένουν ερωτευμένοι μετά τόσα χρόνια και αναλαμβάνουν ρόλο αφηγητή. Το γεγονός ότι μοιάζει να δανείζεται στοιχεία από Γ. Άλεν και Κισλόφσκι δεν ενοχλεί αφενός μεν γιατί παρθενογέννεση τώρα πια δύσκολο να υπάρξει αφετέρου δε γιατί το κάνει διακριτικά, σεβόμενος τη δουλειά τους.

Τι ενοχλεί; Υπερβολική ίσως και αχρείαστη η Αθήνα της κρίσης σε ένα τέτοιο love story, τρυφερό, που παλεύει να ζήσει παρά την απόγνωση που το «πνίγει». Ακόμη και αισθητικά οι συγκεκριμένες σκηνές είναι αταίριαστες με την υπόλοιπη ταινία, γεγονός απολύτως λογικό. Θα ‘θελα επίσης να τολμήσει και να «τσαλακώσει» λίγο περισσότερο τους χαρακτήρες. Να εστιάσει και να αναδείξει πιο πολύ όσα συμβαίνουν μέσα τους. Να τους φέρει πιο κοντά μας, να τους κάνει πιο «γήινους». Έχω την αίσθηση πως με ένα τέτοιο θέμα, θα μπορούσε να κάνει καλύτερη δουλειά. Φέρνω φερ’ ειπείν στο νουμου τις σκηνές από τον Μπένζαμιν Μπάτον, όπου η Κ. Γουίνσλετ μετά από μια σειρά τυχαίων γεγονότων, χάνει την πολλά υποσχόμενη καριέρα της ως χορεύτρια. Λίγα λεπτά ήτανε αρκετά για να φωτίσουν συναισθήματα και να προκαλέσουν στο θεατή τόση φόρτιση, που ολόκληρη η ταινία του Παπακαλιάτη δεν μπόρεσε. Τις σκηνές αυτές, ακόμη και μετά από τόσο καιρό τις θυμάμαι σαν χθες. Αντίστοιχες από το «αν» δεν υπάρχουν, ώστε να σου μείνει αξέχαστη η ταινία. Καλλιτεχνικά τουλάχιστον….

Δυο παράλληλες ζωές λοιπόν, καθορισμένες από δυο τυχαίες επιλογές. Δυο καιτα σενάρια για το τέλος, με κοινό παρανομαστή το «κάρμα». Γιατί μερικά πράγματα είμαστε καταδικασμένοι να τα ζήσουμε…