Το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου αποτελούσε μέρος του Ασκληπιείου της Επιδαύρου, ένα από τα μεγαλύτερα πανελλήνια ιερά της Αρχαιότητας. Η λατρεία του Ασκληπιού, πλαισιωνόταν με αθλητικούς και καλλιτεχνικούς αγώνες και παραστάσεις δράματος. Άρα οι εκδηλώσεις (μουσικοί, ωδικοί αγώνες, θεατρικές παραστάσεις) στο θέατρο της Επιδαύρου αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των εορταστικών δρώμενων προς τιμή του ιατρού θεού.
Σύμφωνα με τον Παυσανία το θέατρο κατασκευάστηκε το 340π.Χ. από τον Αργείο αρχιτέκτονα Πολύκλειτο και είναι το καλύτερα διατηρημένο κτίσμα του Ασκληπιείου. Γενικά το ελληνικό θεατρικό οικοδόμημα αποτελούνταν από την ορχήστρα, που ήταν ένα κυκλικό πλάτωμα για τις κινήσεις του χορού, την σκηνή, ένα επίμηκες κτίσμα που χρησίμευε για φόντο και για αλλαγή σκηνικών, απεικόνιζε συνήθως ανάκτορο ή ναό, και το κοίλον, μια αμφιθεατρική πλαγιά που προορίζονταν για τους θεατές και αργότερα διαμορφώθηκε με κερκίδες. Και το θέατρο της Επιδαύρου αποτελείται από το κοίλον, με δύο μέρη που χωρίζονταν μεταξύ τους με περιμετρικό διάδρομο, το κατώτερο με 34 σειρές εδωλίων και το ανώτερο με 21. Η ορχήστρα ήταν κυκλική με δάπεδο από πατημένο χώμα και πίσω της υψωνόταν το διώροφο κτίριο της σκηνής. Η όψη του δευτέρου ορόφου αρθρωνόταν σε μεγάλα ανοίγματα για την υποδοχή ζωγραφιστών πινάκων (σκηνικών). Η χωρητικότητα του θεάτρου ανέρχεται σε περίπου 14.000 θεατές. Η άριστη ακουστική του οφείλεται στην τέλεια γεωμετρία του σχεδιασμού του. Τις παραστάσεις παρακολουθούσαν οι ασθενείς και οι προσκυνητές που προσέρχονταν στο ιερό. Με βεβαιότητα δεν ξέρουμε πάντως τη σύνθεση του κοινού στις αρχαίες παραστάσεις. Πολύ συχνά έχει αμφισβητηθεί η παρουσία γυναικών και παιδιών στο θέατρο. Διάφοροι όμως υπαινιγμοί των κωμικών φαίνεται ότι προϋποθέτουν και τις δύο αυτές ομάδες. Τουλάχιστον δεν πρέπει να υπήρχε νόμος που να απαγόρευε την είσοδο τους στο θέατρο, όπως π.χ. συνέβαινε με τους Ολυμπιακούς αγώνες, που ήταν κλειστοί για τις γυναίκες. Τελικά είναι πολύ πιθανόν ο κάθε οικογενειάρχης να αποφάσιζε αν θα έπαιρνε μαζί του στο θέατρο την οικογένεια του, ανάλογα με το είδος της παράστασης.
Το θέατρο της Επιδαύρου λειτούργησε επί αρκετούς αιώνες. Επειδή όμως ήταν αρκετά μεταγενέστερο από την περίοδο της μεγάλης άνθησης του αρχαιοελληνικού δράματος είναι πολύ πιθανό οι παραστάσεις που δόθηκαν εκεί να ήταν απλές αναβιώσεις ή επαναλήψεις των μεγάλων έργων της Κλασικής Περιόδου. Το 395π.Χ. Γότθοι που εισβάλλουν στην Πελοπόννησο προκαλούν σοβαρές ζημιές στο Ασκληπιείο. Το 426π.Χ. o αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος απαγορεύει με διάταγμα την λειτουργία των Ασκληπιείων και το ιερό της Επιδαύρου κλείνει οριστικά μετά από 1000 χρόνια λειτουργίας του. Φυσικές καταστροφές και ανθρώπινες επεμβάσεις ολοκληρώνουν την ερήμωση του χώρου. Το 1881 η αρχαιολογική εταιρεία αρχίζει συστηματικές ανασκαφές στον χώρο. Το 1988 το Ασκληπιείο και το θέατρο εντάσσονται στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Το 1955 ιδρύεται το θερινό φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και στα 55 χρόνια λειτουργίας του η σκηνή του διάσημου αρχαίου θεάτρου έχει φιλοξενήσει όλα τα κορυφαία ονόματα παλιότερων και νεότερων ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου.
Το «τιμώμενο» πρόσωπο φέτος στο φεστιβάλ της Επιδαύρου είναι ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης (περίπου 445 - 385π.Χ), αφού τα περισσότερα έργα που παρουσιάζονται είναι δικά του. Ο Αριστοφάνης ήταν ειρηνόφιλος και στις κωμωδίες του έχει στόχο εκείνους που αλλοίωναν την εικόνα ενός ήρεμου κόσμου, όπως τον οραματιζόταν ο μέσος Αθηναίος αστός: τους στρατιωτικούς, που επιζούσαν μόνο με τον πόλεμο, με ολέθριες για τον απλό πολίτη συνέπειες, τους τολμηρούς πολιτικούς, που γοήτευαν επικίνδυνα τις μάζες, τους φιλόσοφους, που δίδασκαν νέες μεθόδους επικίνδυνης πειθούς, τους τραγικούς, που ερευνούσαν απαγορευμένες ζώνες της ανθρώπινης ψυχής και ανέτρεπαν καθιερωμένες αξίες. Απέναντι σε όλους αυτούς ο Αριστοφάνης αντιπαρατάσσει τον απλοϊκό Αθηναίο μικροαστό, να παλεύει με άνισες δυνάμεις, να προβάλλει ισχνά τα αιτήματα του και, όταν δεν κατορθώνει να πείσει, να ακολουθεί τον δρόμο της φυγής σε ένα κόσμο φανταστικό, όπου όλα τα προβλήματα του θα λυθούν.